εδαφοκλίμακα

εδαφοκλίμακα
η
η ισορροπία προς την οποία τείνει ένας φυσικός σχηματισμός χωρίς καμιά οικολογική επίδραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεδοκλίμακα — η η εδαφοκλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κλίμακα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”